ακυροποιώ

ακυροποιώ
κάνω κάτι άκυρο, ακυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος + ποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”